ντοπάρω

ντοπάρω
1. χορηγώ ή κάνω χρήση διεγερτικών ουσιών πριν από τη συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες προκειμένου να πετύχω καλύτερη επίδοση
2. μτφ. α) διεγείρω, εξάπτω («με τις συμβουλές του μέ ντοπάρησε εν όψει τών εξετάσεων»)
β) φανατίζω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ντοπαρισμένος, -η, -ο- (για αθλητή) α) αυτός που χρησιμοποίησε διεγερτικές ουσίες πριν από τη συμμετοχή του σε αγώνες («ήταν για όλους μεγάλη απογοήτευση να βρεθεί ο παγκόσμιος πρωταθλητής ντοπαρισμένος»)
β) μτφ. i) αυτός που βρίσκεται σε διέγερση
ii) φανατισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dope «δίνω διεγερτικές ουσίες», < ολλ. doop «σάλτσα» < dopen «βυθίζω, βαπτίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ντοπάρω — ντοπάρω, ντόπαρα και ντοπάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ντοπάρω — ντοπάρισα, ντοπαρίστηκα, ντοπαρισμένος, δίνω φάρμακα διεγερτικά σε άτομο που συμμετέχει σε αγώνες, εξετάσεις κτλ. Ουσ. ντοπάρισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντοπάρισμα — το [ντοπάρω] 1. (για αθλητές) η λήψη ή χορήγηση διεγερτικών ουσιών πριν από τη συμμετοχή σε αγώνες για βελτίωση τής απόδοσης 2. μτφ. α) διέγερση, έξαψη β) φανατισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”